- πανσπερμία
- η, ΝΜΑανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρωννεοελλ.1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας»βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η οποία διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα σε αντιδιαστολή με τη θεωρία τής αυτόματης γένεσης και σύμφωνα με την οποία η ζωή μπορεί να μεταφερθεί από τον έναν πλανήτη στον άλλο και να έχει προέλθει στη Γη από σπέρματα που μεταφέρθηκαν διά μέσου τών μετεωριτών ή τής κοσμικής σκόνηςαρχ.1. η μίξη τών στοιχείων στα φιλοσοφικά συστήματα τού Αναξαγόρα και τών ατομιστών2. η μίξη τών στοιχείων για τη γένεση τής ζωής («πανσπερμίαν παντὶ θνητῷ γένει μηχανώμενος», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σπερμία (< -σπερμος < σπέρμα), πρβλ. πολυ-σπερμία. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. panspermia].
Dictionary of Greek. 2013.